- όμβριος
- -α, -ο (Α ὄμβριος, -ία, -ον) [όμβρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, στη βροχή, ή αυτός που προέρχεται από τον όμβρο, βρόχινος («ἔστιν δ' οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων», Πίνδ.)αρχ.1. αυτός που προξενεί, που φέρνει βροχή, βροχερός («ἀλλ' ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον», Αριστοφ.)2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ὄμβριοςπροσωνυμία τού Διός.
Dictionary of Greek. 2013.